αγγελία, η [aŋge’lia]

αγγελία, η [aŋge’lia]: υλική βοήθεια που δίνεται σε επαίτη [λόγ. < αρχ. ἀγγελία ‘δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce].


Δημοσιεύτηκε

σε

από