ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
άχερο, το [‘açero]
άχερο, το [‘açero]: το άχυρο.
https://ilialang.gr/wp-content/uploads/άχερο-το-άχερα-τα.mp3
Δημοσιεύτηκε
24 Ιανουαρίου, 2019
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ