αχαμνά, τα [axa’mna]: τα γεννητικά όργανα του άνδρα. [μσν. αχαμν(ός) ‘αδύναμος΄ -ά < χαμνός με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-xa > enaxa > en-axa] < αρχ. χαῦνος ‘πορώδης, αραιός΄ (για την τροπή [vn > mn] δες στο μουνούχος) (μετακ. τόνου;)· αχαμν(ός) -ούτσικος, -ούλης].
αχαμνά, τα [axa’mna]
από
Ετικέτες: