αυγαταίνω [avγa’teno]: αυξάνομαι προοδευτικά, πολλαπλασιάζομαι. [μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός ‘που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)].
Και: https://ilialang.gr/αυγατίζου-avγatizu/
Όπως επίσης: https://ilialang.gr/αβγατάω/