ασκί, το [a’ski]: επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο. [αρχ. ασκ(ός) ί].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
ασκί, το [a’ski]: επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο. [αρχ. ασκ(ός) ί].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: