κάσα, η [‘kasa]: α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων. β. φέρετρο. γ. ταμείας [ιταλ. cassa].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κάσα, η [‘kasa]: α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων. β. φέρετρο. γ. ταμείας [ιταλ. cassa].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση