άραχνος, -η, -o [‘araxnos]: που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης δυστυχίας, συμφοράς [αραχν(ιάζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· τρο πή [xn > xl](;)].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i