καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]: α. εξόγκωμα κυρίως στο κεφάλι, που δημιουργείται συνήθ. από δυνατό χτύπημα. β. (μτφ.) ο άνθρωπος που γίνεται φορτικός σε κπ: ‘Πω πω τι καρούμπαλο είναι φτούνος πια! Ούλο στα ποδάρια μας είναι’. [ίσως αρχ. κόρυμβος ‘κότσος΄ (προφ. [mb] ) και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.].
καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση