αποκούμπι, το [apo’kumbi]: βοήθεια, προστασία, στήριγμα, εξασφάλιση για κπ. που έχει ανάγκη: ‘Έμεινε χωρίς αποκούμπι στα γεράματά του’.[μσν. αποκουμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) < απακουμπώ < απ(ο)- ακουμπώ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i