από κά [a’po ka]

από κά [a’po ka]: (επιρρ.) από κάτω, απο ‘κεί, από την άλλη μεριά, από το άλλο μέρος απέναντι: ‘Κοίταξε από κα απ’το κρεβάτι’. [από + κά(τω)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: