απίστομα [a’pistoma]

απίστομα [a’pistoma]: (επίρρ.) μπρούμυτα: ‘Έπεσε τ΄ απίστομα’. [πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api]].


Δημοσιεύτηκε

σε

από