αντούβιανος, -η, -ο [a’nduvʝanos]: α. χοντράνθρωπος, χοντροκομμένος και απρόσεκτος: ‘Μα είσαι τελείως αντούβιανος;’. β. χαζός.
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i