ΔΠΗ
ανημπόρια, η [ani’mborʝa]: ασθένεια, αρρώστια, αδιαθεσία, αδυναμία, εξάντληση. [ανήμπορ(ος) -ιά].
Και: https://ilialang.gr/ανημποριά-η-animborja/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: