κάρμα, η [‘karma]: α. ψόφιο ζώο. β. (ειρ.) πολύ άσχημη γυναίκα: ‘Είναι κάρμα!’.
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κάρμα, η [‘karma]: α. ψόφιο ζώο. β. (ειρ.) πολύ άσχημη γυναίκα: ‘Είναι κάρμα!’.
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση