ΔΠΗ
ανάφαγος, -η, -ο [a’nafaγos]: αυτός που δεν τρώει: ‘ Το παιδί έμεινε ανάφαγο’. [ανα + έφαγ(α) –ος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: