αναγκλαδίζομαι [anangla’ðizome]: τεντώνω τα χέρια προς τα πάνω-πίσω και το στέρνο μπροστά, συνοδευτικός με χασμουρητό. [< ανακλαδίζ(ω) -ομαι κατά το τεντώνομαι < ανα- κλαδ(ί) -ίζω].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i