καραμούτζα, η [kara’muntza]

καραμούτζα, η [kara’muntza]: α. η πίπιζα. β. τα γουρούνια που έχουν στην Κάπελη (λόγω της μακριάς μύτης). [ιταλ. cornamuza ‘πνευστό όργανο’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *