καραβάνι, το [kara’vani]: το κατσαρόλι (με το οποίο μετέφεραν νερό ή φαγητό). [μσν. καραβάνι < περσ. kārwān -ι ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana].
καραβάνι, το [kara’vani]
από
Ετικέτες:
καραβάνι, το [kara’vani]: το κατσαρόλι (με το οποίο μετέφεραν νερό ή φαγητό). [μσν. καραβάνι < περσ. kārwān -ι ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση