καπόνι, το [ka’poni]: ο ευνουχισμένος κόκορας. [ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)].
καπόνι, το [ka’poni]
από
Ετικέτες:
καπόνι, το [ka’poni]: ο ευνουχισμένος κόκορας. [ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση