καπίστρι, το [ka’pistri]

καπίστρι, το [ka’pistri]: η καπιστράνα, το χαλινάρι. [μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον ‘σκοινί για οδήγημα ζώων΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *