καπινούρα, η [kapi’nura]

καπινούρα, η [kapi’nura]: ο καπνός. [καπν(ός) -ούρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *