άμποτε [Ꞌambote]

άμποτε [Ꞌambote]: μακάρι. [μσν. άμποτε < φρ. αν ποτέ [án pote] με αφομ. θέσης άρθρ. [np > mp]· μσν. άμποτες < άμποτε με προσθήκη  αναλ. προς τα χτες, τότες].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από