κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].

κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].

από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση