ΔΠΗ
αμπέχονο, το [aꞋbexono]: χοντρό μπουφάν. [λόγ. < αρχ. ἀμπέχονον ‘ρούχο, σάλι που τυλίγει’].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: