θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
θρεφτάρι, το [θre’ftari]
από
Ετικέτες:
θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση