θηλίκι, το [θi’liki]

θηλίκι, το [θi’liki]: α. η θηλιά. β. η κουμπότρυπα. [θηλ(ιά) -ίκι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *