αμάλαγος [aꞋmalaγos]

αμάλαγος, -η, -ο [a’malaγos]: α. άθικτος, ανέπαφος. β. καθαρός, διαυγής. γ. αγνός, απονήρευτος [ α + μαλάσσω. H λ. (για την οποία βλ. LBG) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. χτος)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: