αμανάτι, το [amaꞋnati]

αμανάτι, το [amaꞋnati]: αφήνω κάτι ως ενέχυρο, υποθήκη. [τουρκ. amanat, emanet ‘αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη’ (από τα αραβ.) ].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από