αλποτινάζω [alpotiꞋnazo]

αλποτινάζω [alpoti’nazo]: αρπάζω βίαια και τινάζω κατά γης το θήραμα.

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από