ΔΠΗ
αλογόπετρα, η [aloꞋγopetra]: γαλαζόπετρα, θειϊκός χαλκός για ράντισμα. [άλογ(ο) -ο- πέτρα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: