αλησμονάου [alizmoꞋnau]

αλησμονάου [alizmo’nau]: λησμονώ. [< λησμον(ώ) -άου με ανάπτ. προτακτ. α- απο συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-li > nali > n-ali] ].

Και: https://ilialang.gr/λησμονάωη-αλησμονάωξεχνώ/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: