αλισίβα, η [ali’siva]: νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο. [ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali]].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf