ΔΠΗ
ζυμουριάζω [zimu’rʝazo]: α. (μτφ.) πιέζω: ‘Μην την ζυμουριάζεις! Θα φύγει!’ β. ζυμώνω. [ζύμ(η) -ουριάζω].
Βλ. επίσης: https://vouliagmenihleias-gr6.webnode.gr/ξεχασμενεσ-λεξεισ-λιγο-πριν-χαθουν/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση