ΔΠΗ
αλαφιάζουμαι [alaꞋfçazume]: κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζομαι, τρομάζω. [αλάφ(ι) -ιάζουμαι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: