αλαλιάζομαι [alaꞋʎazome]

αλαλιάζομαι [alaꞋʎazome]: ζαλίζομαι από τον ήλιο. [άλαλ(ος) -ιάζομαι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: