ΔΠΗ
άκληρος, -η, -ο [Ꞌakliros]: που δεν έχει απογόνους ή στενούς συγγενείς για να τον κληρονομήσουν. [α- κλήρ(α) -ος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: