αδιάβαγος, -η, -ο [aꞋðʝavaγos]: που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία. [αδιάβαστος με τροπή του -στ- σε -γ-].
αδιάβαγος, -η, -ο [aꞋðʝavaγos]: που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία. [αδιάβαστος με τροπή του -στ- σε -γ-].