αδειάζω [aꞋðʝazo]

αδειάζω [aꞋðʝazo]: είμαι ελεύθερος, χωρίς απασχόληση. [μσν. αδειάζω < αρχ. ἄδει(α) -άζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: