ΔΠΗ
αγωνιέμαι [aγoꞋɲeme]: καταβάλλω προσπάθεια. [ < αρχ. ἀγων(ίζομαι) -ιέμαι].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: