αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]

αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]: ο διάβολος. [α- γυρ(ίζω) -ιστος].

Και: https://ilialang.gr/αγύριγος/


Δημοσιεύτηκε

σε

από