ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
αγριλιά, η [aγriꞋʎa]
αγριλιά, η [aγriꞋʎa]: άγρια ελιά. [
άγρι(ος) + (ε)λιά
].
https://ilialang.gr/wp-content/uploads/Αγριλιά-η.mp3
Δημοσιεύτηκε
18 Ιανουαρίου, 2019
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΣΥΝΘΕΣΗ