αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]

αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]: η άγρια αχλαδιά. [άγρι(ος) + μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από