αγουρίλα, η [aγuꞋrila]

αγουρίλα, η [a’γurila]: γεύση άγουρου φρούτου. [άγουρ(ος) –ίλα].

Και: https://ilialang.gr/αγουρίδα-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από