ζέχνω [‘zexno]: μυρίζω άσχημα, βρωμάω. [< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω].
ζέχνω [‘zexno]
από
Ετικέτες:
ζέχνω [‘zexno]: μυρίζω άσχημα, βρωμάω. [< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση