ζερβός [ze’rvos]

ζερβός, -ή, -ό [ze’rvos]: ο αριστερόχειρας. [μσν. ζερβός < *ζαρβός (τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ζαβρός (μετάθ. του [r] ) <ζαβός (προσθήκη του [r] ίσως με επίδρ. του αριστερός)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *