αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]

αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών. [μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- : ‘γωνία τοίχου’ -άριν].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από