αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]

αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]: τα μεγάλα δοχεία από λαμαρίνα στα οποία έβαζαν το λάδι οι λιτρουβιάρηδες. [μσν. αγγειό -λιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από