δίνομαι [‘ðinome]: μπορώ, τα καταφέρνω. [ελνστ. δίδω (εξομάλ. του αρχ. δίδωμι) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. δωσ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) – φθάνω].
δίνομαι [‘ðinome]
από
Ετικέτες:
δίνομαι [‘ðinome]: μπορώ, τα καταφέρνω. [ελνστ. δίδω (εξομάλ. του αρχ. δίδωμι) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. δωσ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) – φθάνω].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση