δρούγα, η [‘ðruγa]

δρούγα, η [‘ðruγa]: το αδράχτι (εξάρτημα της ρόκας).

Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/αδράχτι-το-aδraxti/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *