δραπέτι, το [ðra’peti]

δραπέτι, το [ðra’peti]: πολύ ξινό ξύδι: ‘Πήρε δραπέτι αντί για ξύδι’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *